Μια βουβή αλλά απαστράπτουσα γοητεία, «φωλιασμένη» στα δάση του Τροόδους, έκανε την Κύπρο παγκόσμια γνωστή. Συστατικό στοιχείο του πολιτισμού του νησιού, οι εκκλησίες της Unesco στην Κύπρο από αλλοτινοί χώροι πίστης, έγιναν σπουδαίο αξιοθέατο για τις τοιχογραφίες τους ως μοναδικά δείγματα βυζαντινής ζωγραφικής.

Ναοί που ξεπέρασαν τη φήμη τους και τα σύνορα του νησιού, σήμερα λατρεύονται για την τέχνη που στεγάζουν. Επισκέψιμοι όχι μόνο από Χριστιανούς, αλλά από όλους τους λάτρεις των τεχνών, σε όποιο Θεό κι αν πιστεύουν, οι εκκλησίες της Unesco στην Κύπρο έχουν εγγραφεί στον κατάλογο της Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς με τίτλο «Τοιχογραφημένοι ναοί στην περιοχή του όρους Τρόοδος» από το 1985, με τελευταία εγγραφή το 2001. Κριτήρια της ένταξης στο κατάλογο με τα πιο σημαντικά αξιοθέατα στον κόσμο είναι α) ότι αποτελούν μαρτυρία του βυζαντινού πολιτισμού στο νησί της Κύπρου, β) ότι είναι οικοδομήματα εκκλησιαστικής αρχιτεκτονικής της υπαίθρου που διατηρούνται σε πολύ καλή κατάσταση και γ) ότι η τέχνη των ναώνεμπεριέχει στοιχεία που επιβεβαιώνουν τη σχέση Ανατολικής και Δυτικής Χριστιανικής τέχνης.

Οι ναοί κατασκευάστηκαν όταν η Κύπρος ήταν επαρχία της βυζαντινής αυτοκρατορίας και προηγούνται της εγκαθίδρυσης του φράγκικου Λουζινιανικού Βασιλείου της Κύπρου (1192- 1489), που υπήρξε ο κρίκος σε αυτές τις καλλιτεχνικές «ανταλλαγές» Ανατολής και Δύσης.

Τα μοναδικά αριστουργήματα επιβίωσαν από τη φθορά του χρόνου και τις αλλεπάλληλες κατακτήσεις και αναδεικνύουν την επιρροή που άσκησε η Κωνσταντινουπολίτικη ζωγραφική, με τη μεταγενέστερη τάση της Ιταλικής τέχνης της Αναγέννησης και της Σχολή της Κρήτης. Σε πολλές περιπτώσεις, τα θαυμαστά έργα αποτελούν συγκερασμό τεχνοτροπιών, δημιουργώντας εντυπωσιακά κομψοτεχνήματα.

Περιηγηθείτε στις 10 εκκλησίες της Unesco στην Κύπρο που συμπεριλαμβάνονται στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστκής Κληρονομιάς και χρονολογούνται από τον 11ο μέχρι και το 17ο αιώνα:

  1. Παναγία της Ποδίθου

Η Παναγία της Ποδίθου βρίσκεται στη Γαλάτα της επαρχίας Λευκωσίας. Αυτό που βλέπει ο επισκέπτηςείναι ο κυρίως ναός που απέμεινε από το μικρό ομώνυμο μοναστήρι που υπήρχε κατά το παρελθόν και είχε οικοδομηθεί το 1502, με χορηγία του Δημητρίου ντε Κορόν, εξελληνισμένου αξιωματούχου του βασιλιά Ιακώβου Β’ και της συζύγου του Ελένης.Η ιδιότυπη ονομασία της εκκλησίας προέκυψε από τη σημαντικότατη αγιογραφία που βρίσκεται  στο πιο ψηλό σημείο της, αυτή με την «άφλεκτη βάτο».  Όταν ο Μωϋσής βρέθηκε μπροστά σ’ αυτό το θέαμα στο όρος Χωρήβ, ο Θεός του είπε «Λύσαι το υπόδημα εκ των ποδών σου», δηλαδή, «αποδύθου το υπόδημά σου». Από το «αποδύθου», προήλθε το Ποδίθου.

Ο μονόχωρος ξυλόστεγος ναός είναι αφιερωμένος στη Παναγία Ελεούσα και είναι μερικώς εικονογραφημένος με τοιχογραφίες Ιταλο-Βυζαντινής τεχνοτροπίας. Ο άγνωστος ζωγράφος ακολουθεί την καθιερωμένη εικονογραφία στις διάφορες παραστάσεις, μ’ εξαίρεση την Σταύρωση και χρησιμοποιεί έντονα χρώματα, ενώ προσπαθεί να αποδώσει τους όγκους των σωμάτων και την τρίτη διάσταση, ακολουθώντας την ορθή προοπτική.

Στο τεταρτοσφαίριο της αψίδας του ιερού  ξεχωρίζουν η μορφή της ενθρόνου Θεοτόκου με τον μικρό Χριστό στα γόνατά της ανάμεσα στους Αρχαγγέλους Mιχαήλ και Γαβριήλ και η σκηνή της Θείας Μετάληψης των Αποστόλων. Μάλιστα, οι εν λόγω αγιογραφίες θεωρούνται από τα καλύτερα δείγματα της ΙταλοΒυζαντινής Σχολής στην Κύπρο που συνδυάζει κλασικά βυζαντινά στοιχεία με στοιχεία της Ιταλικής Αναγέννησης και που πρωτοπαρουσιάστηκε στο νησί την περίοδο μετά την Ενετική κατάκτηση, γύρω στα τέλη του 15ου αιώνα. Οι τοιχογραφίες των Αποστόλων Πέτρου και Παύλου στο βόρειο και νότιο τοίχο, χρονολογούνται στο 17ο αιώνα.

 

 

 

2. Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής

O Άγιος Ιωάννης ο Λαμπαδιστής βρίσκεται στο χωριό Καλοπαναγιώτης της επαρχίας Λευκωσίας και αποτελεί το κόσμημα της κοινότητας. Η ονομασία του προέρχεται από το επίθετο «λάμπρος», δηλαδή φωτισμένος, ενώ μια άλλη εκδοχή κάνει λόγο στο επίθετο «Λαμπαδιστός», με το οποίο αποκαλούνταν το Τρόοδος εξαιτίας του λευκού από το χιόνι που πέφτει στην περιοχή.

Η κεντρική εκκλησία του μοναστηριού είναι το παλιότερο οικοδόμημα και προήλθε από την ένωση τριών ναών που ανήκουν σε διαφορετικές εποχές, του Αγίου Ηρακλειδίου, του Αγίου Ιωάννη του Λαμπαδιστή και του ναού του Ακάθιστου Ύμνου, με ολόκληρη την κατασκευή σήμερα να καλύπτεται από μια τεράστια δεύτερη ξύλινη στέγη με επίπεδα κεραμίδια. Οι εξαιρετικές του τοιχογραφίες έχουν γίνει σε διάφορες εποχές από τον 11ο μέχρι τον 16ο αιώνα και συνδυάζουν διαφορετικές τεχνοτροπίες (βυζαντινή τέχνη και δυτική ζωγραφική που δημιούργησε την λεγόμενη ιταλοβυζαντινή ζωγραφική).

Από το 12ο αιώνα, σώζονται μερικά σπαράγματα, όπως οι δύο μοναχοί γονατισμένοι στο κάτω μέρος της αψίδας. Στο 13ο αιώνα ανήκουν οι τοιχογραφίες του τρούλουστον κυρίως ναό, η δυτική και η νότια καμάρα, το κεντρικό τμήμα του δυτικού τοίχου και οι πεσσοί που στηρίζουν τον τρούλο.

Το 14ο αιώνα, ξαναζωγραφίστηκαν τα υπόλοιπα τμήματα του καθολικού με σκηνές της Βίβλου και χαρακτηριστικό δείγμα την Ευαγγελική Διήγηση. Στον ημικυλινδρικό τοίχο της αψίδας συναντώνται οι αρκετά φθαρμένοι 6 Ιεράρχες και στο τεταρτοσφαίριο της κεντρικής αψίδας η Θεοτόκος με τον Χριστό μπροστά στο στήθος, ανάμεσα στους Αρχαγγέλους. Στο βόρειο και το νότιο τοίχο, υπάρχουν υπολείμματα από δύο παραστάσεις της Δέησης.

Το 16ο αιώνα, το βόρειο παρεκκλήσι διακοσμήθηκε με τοιχογραφίες, όπως στο κέντρο του ανατολικού τοίχου η Θεοτόκος, ένθρονη βρεφοκρατούσα, επηρεασμένη από τη σύγχρονη ιταλική τέχνη της Αναγέννησης.

 

 

 

3. Άγιος Νικόλαος της Στέγης

Ο Άγιος Νικόλαος της Στέγης βρίσκεται 2,5 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Κακοπετριάς της επαρχίας Λευκωσίας και φιλοξενεί εξαιρετικά δείγματα βυζαντινής και μεταβυζαντινής ζωγραφικής.Ο ναός, περιτριγυρισμένος από πυκνό πράσινο, είναι ο αρχαιότερος της κοιλάδας της Σολέας και αποτελεί το μοναδικό κατάλοιπο παλιού μοναστηριού που είχε ιδρυθεί τον 11ο αιώνα. Αρχικά χτίστηκε χωρίς νάρθηκα, ο οποίος προστέθηκε στις αρχές του 12ου αιώνα, ενώ η ξύλινηδίρριχτη στέγη, στρωμένη με επίπεδα αγκιστρωτά κεραμίδια (απ’ όπου και η προσωνυμία της ως Άγιος Νικόλαος της Στέγης) που έκρυψε τον τρούλο, χρονολογείται στα τέλη του 12ου  ή στις αρχές του 13ου αιώνα.

Η εκκλησία ανήκει αρχιτεκτονικά στον τύπο του εγγεγραμμένου σταυροειδούς με τρούλο και σε αυτήν διασώζονται αριστουργηματικές τοιχογραφίες του 11ου μέχρι τον 17ο αιώνα.Μάλιστα, αυτές του 11ου αιώνα, είναι οι αρχαιότερες της Σολέας και ξεχωρίζουν για τα αδρά χαρακτηριστικά, την έντονη σχηματική γραμμή και τα περιορισμένα χρώματα, αντικατοπτρίζοντας την Κωνσταντινουπολίτικη τέχνη, με χαρακτηριστικό παράδειγμα την παράσταση της Πλατυτέρας που η Παναγία απεικονίζεται με αυτοκρατορική στολή. Οι μεταγενέστερες τοιχογραφίες, αποτελούν έναν συγκερασμό της βυζαντινής τέχνης με τη δυτική ζωγραφική που έφτασε στο νησί με τη Φραγκοκρατία και την Ενετοκρατία.

Η σκηνή της Δευτέρας Παρουσίας που βρίσκεται στο νάρθηκα και οι τοιχογραφίες που κοσμούν το νοτιοδυτικό τμήμα χρονολογούνται στο 12ο αιώνα, ενώ στο 13ο αιώνατοποθετείταιη επαναζωγράφιση τμημάτων του ναού και του νάρθηκα, με χαρακτηριστικές τις τοιχογραφίες της Σταύρωσης, της Ανάστασης και των Μυροφόρων.

Στο 14ο αιώνα ανήκουνο Παντοκράτορας στον τρούλο, περιβαλλόμενος από Αγγέλους και τους Προφήτες στο τύμπανο και κάποιες τοιχογραφίες του νάρθηκα. Η αψίδα, η ανατολική και η νότια καμάρα ξαναδιακοσμήθηκαν σε αυτή τη περίοδο και σήμερα εκτίθενται στο Βυζαντινό Μουσείο Λευκωσίας.

Οι μόνες χρονολογημένες τοιχογραφίες είναι του 1633 και αναπαριστούν ολόσωμους τους Αποστόλους Πέτρο και Παύλο, κοσμώντας τους πεσσούς που υποβαστάζουν τον τρούλο.

 

 

  1. Τίμιος Σταυρός του Αγιασμάτι

Ο Τίμιος Σταυρός του Αγιασμάτι συναντάται στη γεωγραφική περιφέρεια της Πιτσιλιάς, σε απόσταση περίπου 5 περίπου χιλιομέτρων βορειοανατολικά από το χωριό Πλατανιστάσα της επαρχίας Λευκωσίας.

Η εκκλησία είναι η πρώτη που εντάχθηκε στον κατάλογο της UNESCO και αποτελεί το καθολικό της ομώνυμης μονής που οικοδομήθηκε στα τέλη του 15ου αιώνα (1494) και ήταν αφιερωμένη στον Τίμιο Σταυρό. Σήμερα,από το μοναστήρι σώζονται μόνο μερικά ερείπια κελιών, ενώ η ονομασία «Αγιασμάτι» προέρχεται από τη λέξη αγίασμα, αν και πολλοί μελετητές κάνουν αναφορά στην ομώνυμη τοποθεσία της δυτικής Μικράς Ασίας. Μάλιστα, υποστηρίζουν ότι μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης το 1453, Κωνσταντινουπολίτες κατέφυγαν στην Κύπρο και ίδρυσαν τη συγκεκριμένη μονή, δίνοντάς της το ίδιο όνομα με αυτό της χαμένης πατρίδας τους.

Ο μονόκλιτος ξυλόστεγος ναός ξεχωρίζει για την μοναδική σ’ όλη την Κύπρο οροφή του, που είναι ξυλόστεγη και περιβάλλεται και στις τέσσερις πλευρές από μια κλειστή στοά. Ολόκληρο το εσωτερικό της εκκλησίας είναι ζωγραφισμένο με τοιχογραφίες του ζωγράφου Φίλιππου Γουλ,βυζαντινής Παλαιολόγειας τέχνης και τοπικής λαϊκής τεχνικής, με αρκετά στοιχεία ιταλικής Aναγεννησιακής τεχνοτροπίας.

Στην εξωτερική πλευρά του νότιου τοίχου πάνω από την είσοδο και στα δυτικά συναντάται το Θέμα «Άνωθεν οι Προφήται» και η αναθηματική τοιχογραφία με τον δωρητή ιερέα Πέτρο Περάτι και την πρεσβυτέρα του Πεπάνη να προσφέρουν την εκκλησία στον Χριστό μέσω της Θεοτόκου.

Στην τοιχογραφία της Εύρεσης του Τίμιου Σταυρού από την Αγία Ελένη που βρίσκεται στο τόξο του βόρειου τοίχου, είναι εμφανής η δυτική μεσαιωνική επίδραση με τα ψηλά βενετσιάνικα κτίρια στο φόντο και με την τρισδιάστατη απόδοση των κτιρίων. Σε άλλες σκηνές, αποδίδεται η λαϊκότροπη απόδοση της βυζαντινής παράδοσης, όπως στον Χριστό Βασιλέα της Δόξης και στις τοιχογραφίες που βρίσκονται πίσω από το τέμπλο και στα ανατολικά τμήματα του βόρειου και νότιου τοίχου. Η βυζαντινή παράδοση της Παλαιολόγειας ζωγραφικής, τελευταίας φάση της ζωγραφικής του βυζαντίου,είναι έντονη στις μορφές των Αγίων στην κάτω ζώνη του βόρειου και του νότιου τοίχου. Οι εικονογραφίες του Aγίου Mάμα καβαλάρη σε λιοντάρι και του έφιππου Aγίου Γεωργίου στο κάτω μέρος του δυτικού τοίχου είναι βασισμένες στην ντόπια παράδοση.

 

 

 

  1. Μεταμόρφωση του Σωτήρα Παλαιχωρίου Ορεινής

Η Μεταμόρφωση του Σωτήρα Παλαιχωρίου Ορεινής βρίσκεται περίπου 40 χιλιόμετρα νοτιοδυτικά της Λευκωσίας,  στην ομώνυμη επαρχία  της Κύπρου και συμπεριλαμβάνεται από το 2001 στον κατάλογο των Μνημείων Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της Unesco.

Ο ναός αποτελεί οικοδόμημα των αρχών του 16ου αιώνα και ανήκει στον αρχιτεκτονικό τύπο της μονόκλιτης βασιλικής με δίρριχτηξύλινη στέγη και κεραμίδια, αλλάκαι νάρθηκα του 17ου αιώνα που εκτείνεται σαν στοά.  Στο εσωτερικό, κοσμείται με μεταβυζαντινές τοιχογραφίες που εντάσσονται στην Κρητική Σχολή του 16ου αιώνα, αλλά ορισμένες απ’ αυτές είναι χαρακτηριστικά δείγματα παραδοσιακής βυζαντινής τεχνοτροπίας, ενώ τα δυτικά στοιχεία στον ζωγραφικό διάκοσμο του ναού είναι πολύ λίγα. Όλες οι αγιογραφίες είναι έργα άγνωστου ζωγράφου ο οποίος θεωρείται ως ένας από τους καλύτερους εκπροσώπους της Κυπριακής σχολής. Στην εξωτερική πλευρά του δυτικού τοίχου της εκκλησίας, διασώζονται και μεταγενέστερες τοιχογραφίες της Τουρκοκρατίας που χρονολογούνται στο 1612, ενώ αρκετές από τις πιο σύγχρονες εικόνες είναι έργα του Αγιορείτη ζωγράφου Ματθαίου Κουτλουμουσίου.

Ο Μυστικός Δείπνος και η Αγωνία στον Κήπο (Προσευχή) είναι από τη Μακεδονική Σχολή στις αρχές της Παλαιολόγειας περιόδου. Στην αγιογραφία της Σταύρωσης, τα χαρακτηριστικά των δύο ληστών έχουν επιρροές από τη Δύση, ενώ η γενική απεικόνισή τους θυμίζει τις αρχές της βυζαντινής περιόδου. Στην Ανάσταση, χρησιμοποιείται η δυτική τεχνοτροπία με το Χριστό να βγαίνει από τη σαρκοφάγο και 3 στρατιώτες να κοιμούνται σε πρώτο πλάνο. Η Κοινωνία των Αποστόλων (Θεία Μετάληψη), αποτελεί ένα από τα δυο έργα τέχνης που έχουν διασωθεί σ’ ολόκληρο το νησί, όπου οι μαθητές απεικονίζονται για δυο φορές, ενώ ο Χριστός είναι ζωγραφισμένος με κουρεμένο μούσι και μουστάκι, ελλείψει του βυζαντινού μοτίβου. Η Θυσία, όπου απεικονίζεται το Θείο βρέφος στο δισκάριο και στο δισκοπότηρο, είναι επίσης μια τεχνοτροπία που συναντάται μόνο στο νησί της Κύπρου. Η τοιχογραφία των Αγίων Γεωργίου και Δημητρίου να κάνουν ιππασία μαζί όπως οι Διόσκουροι στην αρχαία Ελλάδα, απαντάται μόνο εδώστο νησί, αν και το θέμα αυτό είναι πολύ συνηθισμένο στις εκκλησίες της Κρήτης του 14ου και 15ου αιώνα.

 

 

 

  1. Tίμιος Σταυρός Πελενδρίου

Ο Τίμιος Σταυρός Πελενδρίου βρίσκεται στο νότιο άκρο του ομώνυμου χωριού  στην Κύπρο και είναι τρίκλιτη εκκλησία με τρούλο που χτίστηκε προς το τέλος του 1178. Αργότερα καταστράφηκε, διασώθηκε μόνο η αψίδα του και οικοδομήθηκε μεταξύ 13ου και  14ου αιώνα εκ νέου με επιμηκυμένη τη δυτική του καμάρα.

Η αψίδα του Τιμίου Σταυρού Πελενδρίου, είναι διακοσμημένη με σπάνιες τοιχογραφίες του 13ου αιώνα κι απεικονίζει τη Δέηση, κάτι που θεωρείται αξιοπερίεργο  και συνδέεται με αντίστοιχες τεχνοτροπίες της Καππαδοκίας, ή της Κρήτης, όπου είναι πολύ συνηθισμένη. Το κύριο τμήμα της εκκλησίας φιλοτεχνήθηκε τον 14ο αιώνα από δύο ζωγράφους που είχαν για βοηθούς τους μαθητές τους. Ο ένας από τους δύο ζωγράφους ήταν επηρεασμένος από την Παλαιολόγεια τεχνοτροπία που αναπτύχθηκε στην Kωνσταντινούπολη το 13ο και 14ο αιώνα, και οι τοιχογραφίες του ξεχωρίζουν για τα λαμπερά τους χρώματα και τον καλό σχεδιασμό. Ο άλλος ζωγράφος, ακολουθώντας τη ντόπια παράδοση βυζαντινής ζωγραφικήςπου αναπτύχθηκε κατά το 14ο αιώνα κάτω από τις επιδράσεις  ανατολικών στοιχείων, χρησιμοποίησε σε γενικές γραμμές λιγότερο λαμπερά χρώματα προκειμένου να δημιουργήσει τις υπόλοιπες τοιχογραφίες που βρίσκονται στη δυτική καμάρα. Στο βόρειο μισό παρεκκλήσι, αποτυπώνεται ολόκληρος ο κύκλος της ζωής της Θεοτόκου και αποτελεί το μοναδικό έργο σ’ όλο το νησί. Μερικές τοιχογραφίες του βόρειου παρεκκλησίου που σώθηκαν ανήκουν στο γενικότερο ρεύμα της Παλαιολόγειας ζωγραφικής, ενώ εκείνες του νοτίου παρεκκλησίου στη ντόπια Βυζαντινή παράδοση.

 

 

 

  1. Αρχάγγελος Μιχαήλ Πεδουλά

Ο Αρχάγγελος Μιχαήλ Πεδουλά συναντάται σε κεντρικό σημείο του Πεδουλά  στην επαρχία Λευκωσίας, απέναντι ακριβώς από το Βυζαντινό Μουσείο Πεδουλά.

Ο αρχικά μονόχωρος ναός του 1472 από τον ιερέα Βασίλειο Χάμαδο, στη συνέχεια επεκτάθηκε μετατρεπόμενος σε δίκλιτος, με ένα κλίτος στα νότια και  ένα στα δυτικά. Μάλιστα, κάτω απ΄την επιγραφή στη βόρεια είσοδο της εκκλησίας, υπάρχει και ηαναπαράσταση του κτήτορα με τη σύζυγό του και τις κόρες τους να φέρουν το ομοίωμα της εκκλησίας στον Χριστό. Η εκκλησία αυτή είναι από τις λίγες εκκλησίες της Kύπρου που διασώζουν το όνομα του ζωγράφου και αποτελούν έργα του ζωγράφου Μηνά το 1474 που ήταν κάτοικος της Μαραθάσας.

Με επιδράσεις από την Μακεδονική (τελευταία φάση της Bυζαντινής ζωγραφικής) και τη δυτική σχολή, που όμως διέπονται από τους κανόνες της ντόπιας βυζαντινής παράδοσης, τα έργα του Μηνά είναι ιδιαίτερα και εντυπωσιακά, με την υπερμεγέθη τοιχογραφία του Αρχαγγέλου Μιχαήλ του ξιφοφόρου να ξεχωρίζει,ενώ εκατέρωθεν της εισόδου είναι ζωγραφισμένος ο Xριστός Zωοδότης και η Θεοτόκος Oδηγήτρια.Στο βόρειο τοίχο, συναντώνται εξαίρετες τοιχογραφίες με άφθονο ερυθρό χρώμα κι ασύμμετρη ποιότητα σκηνών από την Παλαιά Διαθήκη και την Καινή Διαθήκη.Ο συγκεκριμένος ναός είναι από τις λίγους που στις τοιχογραφίες του φαίνεται κι η υπογραφή του ζωγράφου.

 

 

 

  1. Παναγία της Ασίνου

Η Παναγία της Ασίνου συναντάται σε απόσταση περίπου 4 περίπου χιλιομέτρων νοτιοδυτικά από το χωριό Νικητάρι  στην επαρχία Λευκωσίας.

Λιγότερο γνωστή ως η Παναγία της Φορβιώτισσας, η Παναγία της Ασίνου πιθανότατα να ιδρύθηκε το 1099 από το Μάγιστρο Νικηφόρο Ισχύριο, τον μετέπειτα μοναχό Νικόλαο και λειτούργησε μέχρι και τα τέλη του 18ου αιώνα ως μονή. Σήμερα, σώζεται μόνο το καθολικό της. Η εκκλησία αποτελείται από δύο μέρη, το μονόκλιτο καμαροσκέπαστο ναό και το νάρθηκα, που μάλλον αποτελεί προσθήκη του 12ου αιώνα. Οι τοίχοι του νάρθηκα καταλήγουν σε αψίδα, δηλώνοντας την Κωνσταντινουπολίτικη επίδραση που έχει η αρχιτεκτονική του ναού, αλλά κι ολόκληρο το νησί της Κύπρου, όταν ο αυτοκράτορας Αλέξιος Α΄ Κομνηνός (1081-1118) κατέστησε τη μεγαλόνησο  σπουδαία στρατιωτική βάση στη νοτιοανατολική Μεσόγειο.

Ο εντυπωσιακός διάκοσμος του ναού είναι ζωγραφισμένος με τοιχογραφίες διαφόρων χρονολογικών περιόδων και μερικές μεταγενέστερες του 17ου αιώνα. Η παλιότερη, η Παναγία Φορβιώτισσα πάνω από την είσοδο του ναού στο τύμπανο του τόξου, χρονολογείται στο 1105 και σε αυτήν εκφράζονται οι νέες τάσεις της ζωγραφικής της περιόδου των Κομνηνώνκαι θεωρείται πιθανό ότι ο ζωγράφος καταγόταν από την Kωνσταντινούπολη. Σε αυτή τη φάση κυριαρχεί η αρμονία των χρωμάτων, η συγκρατημένη έκφραση και ο ρυθμός στις κινήσεις των προσώπων. Από τις αρχικές τοιχογραφίες σώζονται αυτές στο ανατολικό και δυτικό μέρος του ναού, μεγάλο μέρος του ιερού και μερικές άλλες που σώζονται κάτω από το στρώμα του 14ου αιώνα, όπως η Κοίμηση της Θεοτόκου, η Ανάληψη και η Μετάληψη των Αποστόλων. Στο νάρθηκα, απεικονίζονται οι δωρητές του ναού και μια τοιχογραφία κάποιου Nικηφόρου Kαλλία που απεικονίζει έφιππο τον Άγιο Γεώργιο. Ο νάρθηκας, αγιογραφήθηκε εκ νέου γύρω το 1333, αποπνέοντας και τις φράγκικες επιρροές, όπως η τοιχογραφία της Παναγίας με Φράγκους δωρητές στο τεταρτοσφαίριο της νότιας αψίδας του νάρθηκα, στο οποίο η γυναίκα δωρητής φορά μαύρο μακρύ πέπλο.Γύρω στο τέλος του 13ου ή τις αρχές του 14ου αιώνα, ξανακτίστηκε η αψίδα. Ο Xριστός Eμμανουήλ μέσα σε Ποτήριο στο ιερό του ναού ανήκει σε μεταγενέστερη περίοδο (17ος αιώνας).

 

 

 

 

  1. Παναγία του Άρακα

Η Παναγία του Άρακα βρίσκεται κοντά στο Σαράντι της επαρχίας Λευκωσίας και σε απόσταση 4 περίπου χιλιομέτρων νοτιοδυτικά από το χωριό Λαγουδερά.

Η προέλευση του ονόματός της είναι αμφίβολη, αλλά πιθανολογείται ότι δανείστηκε το όνομα του φυτού αρακάς, ή ότι προήλθε από τη λέξη «ιέρακας»(δηλαδή γεράκι). Με βεβαιότητα, οι ιστορικοί υποστηρίζουν ότι πρόκειται για το καθολικό ομώνυμης μονής που αρχικά προοριζόταν ως ιδιωτικό παρεκκλήσι και οικοδομήθηκε μέσα στο δεύτερο μισό του 12ου αιώνα.

Το κτίσμα συνιστά μονόκλιτο ναό με τρούλο, ο οποίος καλύπτεται από ξεχωριστή στέγη, σε αντίθεση με άλλες εκκλησίες της περιοχής. Ο εσωτερικός διάκοσμος είναι πλούσιος σε υστεροκομνήνειες τοιχογραφίες και διακοσμήθηκε με δαπάνη του Λέοντος Αυθέντη το 1192. Εκτός από την τεχνοτροπία, οι συγκεκριμένες τοιχογραφίες εκφράζουν τις σύγχρονες τάσεις που διέπουν τη χαμένη τέχνη της Κωνσταντινούπολης, γεγονός που συντελεί στη σπουδαιότητα αυτού του εκκλησιαστικού βυζαντινού μνημείου.Μερικές από αυτές είναι ο Παντοκράτορας που περιβάλλεται από το Θρόνο της Eτοιμασίας (το κατ’ εξοχήν σύμβολο της Δευτέρας Παρουσίας) και Aγγέλους μέσα σε μετάλλια, οι Προφήτες, ο Eυαγγελισμός της Θεοτόκου και οι Eυαγγελιστές.

Οι πιο διάσημες εικόνες της Παναγίας του Άρακα θεωρούνται αυτές του Χριστού και της Θεοτόκου Αρακιώτισσας του 12ου αιώνα στο νότιο τοίχο και σήμερα εκτίθενται στο Βυζαντινό Μουσείο Λευκωσίας. Οι συγκεκριμένες εικόνες έχουν αποδοθεί από το ζωγράφο Θεόδωρο Αψευδή με πολλή προσοχή στις λεπτομέρειες και με έντονη αντιπαράθεση φωτός. Επιπλέον, παραστάσεις όπως της Παναγίας με τους Αρχαγγέλους και των Ιεραρχών στην αψίδα του Ιερού Βήματος, διαφέρουν τεχνοτροπικά από τις υπόλοιπες τοιχογραφίες του ναού και λέγεται ότι ζωγραφίστηκαν από άλλο καλλιτέχνη το 1192. Μια σπάνια απεικόνιση αποτελούν τα πορτραίτα των επτά Κυπρίων Αγίων που κοσμούν τον ημικυκλικό τοίχο της αψίδας, ενώ η τελευταία διακοσμητική προσθήκη της εκκλησίας έγινε το 17ο αιώναμε διάφορους αγίους στην εξωτερική πλευρά του βόρειου τοίχου.

 

  1. Παναγία του Μουτουλλά

 

Η Παναγία του Μουτουλλά βρίσκεται στις νότιες παρυφές του ορεινού ομώνυμου χωριού  στην επαρχία Λευκωσίας. Αποτελεί το μοναδικό χρονολογημένο μνημείο του 13ου αιώνα και ίσως την αρχαιότερη εκκλησία στη μεγαλόνησο. Ομονόκλιτος ναός με αμφικλινή ξύλινη στέγη ήταν δωρεά του Ιωάννη Μουτουλλά ή Γερακιώτη και της συζύγου του, ενώ η κατασκευή του ολοκληρώθηκε το 1280. Δεδομένου ότι η Παναγία του Μουτουλλά χρησιμοποιήθηκε ως κοιμητήριο για την ταφή μελών της οικογένειας, συνεπάγεται ότι αρχικά λειτούργησε ως οικογενειακό παρεκκλήσι.

Διακοσμημένη με τοιχογραφίες που συνεχίζουν την Κομνήνεια παράδοση ενσωματώνοντας δυτικές επιρροές,η εκκλησία της Παναγίας του Μουτουλλά παρέχει σημαντικές πληροφορίες για την εξέλιξη της ζωγραφικής των βυζαντινών μνημείων στο νησί. Ο ζωγράφος της εκκλησίας παραμένει μέχρι και σήμερα άγνωστος . H τεχνοτροπία του ξεχωρίζει για την έντονη ανατολική επίδραση που δέχεται και την επίδραση της λεγόμενης «Σταυροφορικής» ζωγραφικής, που αναπτύσσεται κυρίως στην Παλαιστίνη από δυτικούς ζωγράφους που είναι εγκατεστημένοι στα κρατίδια που ίδρυσαν οι Σταυροφόροι. Οι κακές αναλογίες, τα μεγάλα κεφάλια, δυσανάλογα με τα σώματα, η γραμμικότητα συνδυασμένη με την έλλειψη διαβάθμισης των χρωμάτων, η αστάθεια στις κινήσεις, τα μεγάλα ορθάνοικτα μάτια με έντονα τονισμένη την κόρη,είναι μεριά από τα χαρακτηριστικά των τοιχογραφιών. Επίσης, στα έργα χρησιμοποιούντα στοιχεία της ζωγραφικής που αναπτύχθηκε στην Ανατολή, την Καππαδοκία και την Κρήτη.

Η εξωτερική πλευρά του βόρειου τοίχου της εκκλησίας με την πολυπρόσωπη σκηνή της Mέλλουσας Kρίσης, διακοσμήθηκε το 16ο αιώνα, ενώ στο ανατολικό άκρο του τοίχου οι Eπτά Kοιμώμενοι Παίδες της Eφέσου, είναι μια παράσταση μοναδική για την Kύπρο.